- οκτώφορος
- ὀκτώφορος και ὀκτάφορος, -ον (Α)1. (για φορητή κλίνη ή για φορείο ασθενών) αυτός που μεταφέρεται από οκτώ2. (το αρσ. και το ουδ. ως ουσ.) ὁ ὀκτώφορος και τὸ ὀκτώφορονείδος φορείου ή οχήματος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτώ* + -φόρος*].
Dictionary of Greek. 2013.